- κουκλόπανο
- τοσυν. στον πληθ. τα κουκλόπανα1. τα ρούχα τής κούκλας2. μικρά άχρηστα κομμάτια υφάσματος, κουρέλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουκλόπανο — το το φόρεμα της κούκλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)